Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τίνος [tínos] αντων. ερωτ., πληθ. (σπανιότ.) τίνων ως γεν. της αντων. ποιος : όταν πρόκειται να δηλωθεί η καταγωγή ή η ιδιοκτησία: ~ είναι το βιβλίο;, ποιανού; Tίνων παιδί είναι ο μικρός;, ποιων; Δεν ξέρω ~ είναι η ομπρέλα. ~ υπουργού είναι το νομοσχέδιο; Tου υπουργού δημόσιας τάξης ή του υπουργού δικαιοσύνης; (έκφρ.) περί ~ πρόκειται*;
[αρχ. τίνος, τίνων γεν. της ερωτ. αντων. τίς, τί]