Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τίμημα το [tímima] Ο49 : 1. (οικον.) η αξία ενός πράγματος σε χρήμα: Aγόρασε εκτάσεις γης με ευτελές ~. 2. (μτφ.) αυτό που πρέπει να ανταλλάξει, να θυσιάσει κάποιος για να αποκτήσει κτ.: Tο ~ της ελευθερίας είναι το αίμα των αγωνιστών της. Tο ~ που κατέβαλε για να ανεβεί στην εξουσία ήταν βαρύ.
[λόγ.: 1: ελνστ. τίμημα, αρχ. σημ.: `εκτίμηση, πρόστι μο΄· 2: σημδ. αγγλ. cost]