Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τίγκα [tíŋga] επίρρ. : (οικ.) για κτ. που είναι εντελώς γεμάτο· φίσκα, κάργα: Tο βαρέλι είναι ~, ξέχειλο. Tο λεωφορείο ήταν ~, ασφυκτικά γεμάτο. || Είμαι ~, έχω φουσκώσει από το πολύ φαγητό.
[ιταλ. (νότ. διάλ.) tinga]