Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τέχνασμα το [téxnazma] Ο49 : 1. έξυπνος και συνήθ. παραπλανητικός τρόπος για να πετύχουμε κτ., που δε θα το κατορθώναμε με ορθόδοξα μέσα· κόλπο, πονηριά: Οι Έλληνες κυρίεψαν την Tροία με το ~ του δούρειου ίππου. Xρησιμοποίησε όλα τα τεχνάσματα για να τον πάρει με το μέρος της. 2. (μαθημ.) τρόπος που απλουστεύει τη λύση ενός προβλήματος.
[λόγ. < αρχ. τέχνασμα]