Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τέφρα η [téfra] Ο25 : στάχτη: H ~ του νεκρού, ό,τι μένει από το πτώμα μετά την καύση, η σποδός. || Hφαιστειακή ~, πολύ λεπτοί κόκκοι ύλης που εκτινάσσονται από τον κρατήρα ηφαιστείου. (έκφρ.) κάποιος / κτ. αναγεννάται* από την ~ του.
[λόγ. < αρχ. τέφρα]