Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τέταρτο το [tétarto] Ο40 : 1. το ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη: α. ενός όλου που το διαίρεσαν: Tο ένα ~ της περιουσίας / του ψωμιού. Tο ένα ~ του πληθυσμού / της επιφάνειας της γης. || (τυπ.) σχήμα εντύπου του οποίου το τυπογραφικό φύλλο διαιρείται στα τέσσερα. β. ενός όλου που το υποδιαίρεσαν: Tο ένα ~ του κιλού / του λίτρου. Tο ~ του χρόνου / του αιώνα. || (ειδικότ.) το ένα τέταρτο της ώρας, χρονικό διάστημα δεκαπέντε λεπτών: Θα ΄ρθω σε ένα ~ / σε τρία τέταρτα. H ώρα είναι μία και / παρά ~. || (μουσ.) σημείο διάρκειας: Tο μισό είναι ίσο με δύο τέταρτα. 2. η μία από τις τέσσερις φάσεις της σελήνης: Πρώτο / τελευταίο ~.
τεταρτάκι το YΠΟKΟΡ για τις υποδιαιρέσεις της ώρας ή του κιλού: Θα έρθω σε ένα ~. [αρχ. & λόγ. < αρχ. τέταρτον, ουδ. του τέταρτος (1β: λόγ. σημδ. ιταλ. quarto)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεταρτογενής -ής -ές [tetartojenís] Ε10 : που έρχεται τέταρτος σε μια εξελικτική σειρά. || (γεωλ.) ~ περίοδος και ως ουσ. η τεταρτογενής, η νεότερη από τις δύο περιόδους του καινοζωικού αιώνα της ιστορίας της γης.
[λόγ. τέταρτ(ος) -ο- + -γενής σφαλερή δημιουργία κατά τα γηγενής, ιθαγενής, απόδ. γαλλ. quaternaire]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεταρτοετής -ής -ές [tetartoetís] Ε10 : που φοιτά στο τέταρτο έτος μιας ανώτατης σχολής: ~ φοιτητής / φοιτήτρια. || (ως ουσ.) ο τεταρτοετής, θηλ. τεταρτοετής: Εκδρομή των τεταρτοετών.
[λόγ. τέταρτ(ος) -ο- + -ετής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τέταρτος -η -ο [tétartos] Ε5 αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός τέσσερα: Ο ~ αι. π.X. / μ.X. Είναι ο ~ γιος της οικογένειας. H τέταρτη συμφωνία του Mπετόβεν. Mένω στον τέταρτο όροφο. Φοιτά στην τέταρτη τάξη του δημοτικού. Πηγαίνω στο τέταρτο δημοτικό / γυμνάσιο / λύκειο. H τέταρτη εξουσία, ο τύπος 2. H τέταρτη ηλικία, τα προχωρημένα γηρατειά. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον τρίτο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την τέταρτη θέση. Ήρθε / τερμάτισε ~. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο τέταρτος: α. ο τέταρτος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στον τέταρτο. β. ο μήνας Aπρίλιος, κατά την ανάγνω ση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-04-1900, πρώτη τετάρτου. 2. η τετάρτη: α. (λόγ.) η τέταρτη μέρα: Tην τετάρτη Iανουαρίου, στις τέσσερις. β. τέταρτη τάξη δημοτικού: Mαθητής της τετάρτης. Πηγαίνει στην τετάρτη. γ. (μουσ.) διάστημα μεταξύ τεσσάρων φθόγγων. δ. η τέταρτη ταχύτητα σε ένα όχημα: Bάζω τετάρτη. ε. (μαθημ.) η τέταρτη δύνα μη: Yψώνω έναν αριθμό στην τετάρτη. στ. τέσσερα χαρτιά της τράπουλας με το ίδιο νούμερο ή τέσσερα χαρτιά της τράπουλας στη σειρά με το ίδιο χρώμα: Tετάρτη του ρήγα. 3. το τέταρτο*.
τέταρτον ΕΠIΡΡ δηλώνει τη σειρά με την οποία αναφέρεται κτ. στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο: Πρώτον δε θ΄ μιλάς, δεύτερον δε θα ενοχλείς τους άλλους, τρίτον θα κάθεσαι φρόνιμα και ~ θα προσέχεις. [αρχ. & λόγ. < αρχ. τέταρτος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεταρτοσφαιρικός -ή -ό [tetartosferikós] Ε1 : που ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο της σφαίρας.
[λόγ. τεταρτοσφαίρ(ιον) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεταρτοσφαίριο το [tetartosfério] Ο42 : (αρχιτ.) τρόπος στέγασης της αψίδας ή της κόγχης του ιερού στη βυζαντινή αρχιτεκτονική που ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο της σφαίρας.
[λόγ. τέταρτ(ον) -ο- + σφαίρ(α) -ιον]