Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τέρπω [térpo] -ομαι Ρ4 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : προκαλώ ευχαρίστηση κυρίως αισθητική: Mε τέρπει η μουσική / η θέα του ωραίου. Tέρπονται οι αισθήσεις.
[λόγ. < αρχ. τέρπω]