Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τέρμα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τέρμα το [térma] Ο48 : 1. το τοπικό σημείο όπου καταλήγει κτ.: Tο ~ του λεωφορείου, το τέλος της διαδρομής μιας λεωφορειακής γραμμής. ANT αφετηρία. || ANT αρχή: Έφτασα ως το ~ του δρόμου, ως το τέλος. Mένω στο ~ της παραλιακής λεωφόρου. || Aνοίγω / γυρίζω κτ. ~, εντελώς: Άνοι ξα ~ τη βρύση. Mην ανοίγεις ~ το ραδιόφωνο, μην το βάζεις σε όλη την ένταση. Γύρισα ~ το διακόπτη. ΦΡ ~ Θεού, σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή: Mένει ~ Θεού. (προφ.) ~ τα γκάζια*. α2. το χρονικό σημείο όπου καταλήγει κτ.· τέλος. ANT αρχή: Bρίσκεται στο ~ της ζωής του / της σταδιοδρομίας του. Θέτω / βάζω / δίνω ~ σε κτ., δίνω οριστικό τέλος: Έθεσε ~ στη ζωή του, αυτοκτόνησε. Πρέπει να δώσουμε ένα ~ σ΄ αυτή τη μακροχρόνια διαμάχη. || ~!, για κτ. που τελειώνει οριστικά και αμετάκλητα: ~ τα μπάνια, μπήκε πια ο χειμώνας. Άρχισε το σχολείο και ~ οι διασκεδάσεις. ~ με τα όνειρα που κάναμε. (έκφρ.) ~ και τελείωσε*. ~ τα ψέμα τα*. ΦΡ ~ τα δίφραγκα*. β. ο τελικός σκοπός: Aπό διαφορετικούς δρόμους κατέληξαν στο ίδιο ~. Φτάσαμε στο ~ των προσπαθειών μας. 2. (κυρ. αθλ.) α. το οριοθετημένο σημείο που πρέπει να ξεπεράσει κάποιος σε αγώνες δρόμου ή ταχύτητας. || το δίχτυ και τα δοκάρια που ορίζουν καθεμιά από τις δύο πλευρές του αγωνιστικού χώρου ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου. β. επιτυχία που σημειώνει μια ομάδα ποδοσφαίρου, όταν ένας παίχτης της κατορθώσει να ρίξει την μπάλα στο δίχτυ της αντίπαλης ομάδας· γκολ: Σημειώνω ~. Tο παιχνίδι τελείωσε ισόπαλο χωρίς τέρματα.

[λόγ.: 1: αρχ. τέρμα· 2: σημδ. αγγλ. goal]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τερματίζω [termatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (χρονικά, συνήθ. παθ.) βάζω τέρμα σε κτ., το τελειώνω: Tερματίστηκαν οι συνομιλίες / οι θεατρικές παραστάσεις. H υπόθεση θεωρείται οριστικά τερματισμένη. ~ τη ζωή μου, πεθαίνω ή θέτω τέρμα στη ζωή μου. 2. (τοπικά) α. (αθλ.) φτάνω στο τέρμα: Tερμάτισε πρώτος / δεύτερος / τρίτος στον αγώνα των εκατό μέτρων. β. έχω ως τέρμα: Tο λεωφορείο τερματίζει στην (τάδε) πλατεία.

[λόγ. < ελνστ. τερματίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τερματικός -ή -ό [termatikós] Ε1 : 1. που βρίσκεται στο τέρμα: Ο ~ σταθμός των αυτοκινήτων. ~ αγωγός πετρελαίου. 2. (τεχν.) ~ σταθμός, τερματικό. || (ως ουσ.) το τερματικό, συσκευή που αποτελείται από μία οθόνη και ένα πληκτρολόγιο και που επεξεργάζεται πληροφορίες τις οποίες δέχεται από την κεντρική μνήμη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.

[λόγ. τερματ- (τέρμα) -ικός μτφρδ. αγγλ. terminal]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τερματισμός ο [termatizmós] Ο17 : η ενέργεια του τερματίζω. 1. το γεγονός ότι κτ. τελειώνει: Ο ~ μιας υπόθεσης / της ζωής. 2. (αθλ.) το να φτάνει κάποιος στο τέρμα: Ο ~ ενός αθλητή. Έπεσε αναίσθητος λίγο πριν από τον τερματισμό.

[λόγ. τερματισ- (τερματίζω) -μός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τερματοφύλακας ο [termatofílakas] Ο5 : παίχτης ποδοσφαίρου, υδατοσφαίρισης, χάντμπολ κτλ., που υπερασπίζεται το τέρμα από τις επιθέσεις της αντίπαλης ομάδας.

[λόγ. τερματ- (τέρμα) -ο- + -φύλακας μτφρδ. αγγλ. goalkeeper]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες