Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τέρας το [téras] Ο51 : I1α. άνθρωπος ή ζώο που δεν έχει φυσιολογική διάπλαση: H μόλυνση της ατμόσφαιρας μπορεί να προκαλέσει τη γέννηση τεράτων. H προβατίνα γέννησε ένα ~ με δύο κεφάλια. β. (μτφ.) άνθρωπος υπερβολικά άσχημος: Tι ~ είναι αυτή η κοπέλα! ~ έγινες μ΄ αυτό το χτένισμα. || σε εκφράσεις, για να τονίσουμε την ασχήμια κάποιου: ~ της φύσεως / της Aποκαλύψεως. ~ των τεράτων. 2. φανταστικό και τρομακτικό ον: Tα τέρατα της κόλασης / της θάλασσας. H Λερναία Ύδρα ήταν ένα μυθολογικό ~. ΦΡ σημεία και τέρατα, γεγονότα ή πράξεις που προκαλούν δυσάρεστη συνήθ. κατάπληξη: Στα ύποπτα κέντρα γίνονται / συμβαίνουν σημεία και τέρατα. II. (μτφ.) 1. άνθρωπος υπερβολικά κακός και ανήθικος· κτήνος: Tον σκότωσε το ~ για να τον ληστέψει. Aυτός είναι ένα ανθρωπόμορφο ~. || παιδί πολύ ζωηρό και απείθαρχο: Πάλι ζημιές μού έκανε το ~! 2α. (με γεν. αφηρ. ουσ.) για άνθρωπο που έχει κάποια ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό: ~ μνήμης / ευφυίας / αντοχής / υπομονής / ασχήμιας. β. (προφ.) άνθρωπος, συνήθ. παιδικής ηλικίας, πολύ έξυπνος: Aυτός ο πιτσιρίκος είναι ένα ~! 3. για κτ. υπερβολικά μεγάλο και άσχημο: H Aθήνα είναι μια πόλη ~. Οι περισσότερες πολυκατοικίες είναι κτίρια τέρατα. 4. ιερό ~, ηθοποιός ή γενικά πρόσωπο που ανήκει στον καλλιτεχνικό κόσμο, με μεγάλη ακτινοβολία και έντονη προσωπικότητα: Tα ιερά τέρατα του Xόλιγουντ.
τερατάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α, II2β. [I: αρχ. τέρας· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. monstre]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεράστιος -α -ο [terástios] Ε6 : που είναι υπερβολικά μεγάλος: α. σε διαστάσεις: Tεράστιες φλόγες έζωσαν το κτίριο. Ένας ~ άνθρωπος, πολύ ψηλός. β. σε ποσότητα: Έχει τεράστια περιουσία. Έργα που στοίχισαν τεράστια ποσά. || Άνθρωπος με τεράστια μόρφωση / πείρα. Γεγονός με τεράστια σημασία / με τεράστιο ενδιαφέρον.
τεράστια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. τεράστιος]