Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τέντα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τέντα η [ténda] Ο25 : 1. χοντρό ύφασμα ή πλαστικό, που το απλώνουν σε σιδερένια υποστηρίγματα και το τοποθετούν σε μπαλκόνι, παράθυρο ή γενικά σε υπαίθριο χώρο για να τον προστατεύουν κυρίως από τον ήλιο: Aνεβάζω / κατεβάζω την ~. 2. αντίσκηνο. 3. (ως επίρρ.) ορθάνοιχτα, διάπλατα: Aφήνω ~ την πόρτα / το παράθυρο. Aνοίγω / έχω ~ τα μάτια μου.

[μσν. τέντα < λατ. tenda `σκηνή΄ & μέσω του ιταλ. tenda]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες