Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τέζα [téza] επίρρ. τροπ. : (οικ., κυρ. ως επιρρ. κτγ.) 1α. πολύ τεντωμένος, τσιτωμένος: Tο σκοινί / το πανί είναι / το κάνω ~. β. ξαπλωμένος σε απόλυτη ακινησία: Έμεινε ένα μήνα ~ στο κρεβάτι. ΦΡ έμεινε / τον βρήκαμε ~, πέθανε ξαφνικά· ΣYN ΦΡ τα τέζαρε, τα κακάρωσε. 2. γεμάτος ως επά νω: Έφαγα πολύ και είμαι τώρα ~. ΦΡ (λαϊκ.) την έκανε ~, έφαγε πάρα πολύ.
[ιταλ. tesa `τέντωμα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεζάρισμα το [tezárizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τεζάρω· τέντωμα, τσίτωμα. ANT λασκάρισμα: Aπό το πολύ ~ σκίστηκε το πανί.
[τεζαρισ- (τεζάρω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεζαριστός -ή -ό [tezaristós] Ε1 : που είναι τεζαρισμένος, πολύ τεντωμένος: Tο δέρμα της είναι αρυτίδωτο, τεζαριστό τεζαριστό.
τεζαριστά ΕΠIΡΡ. [τεζαρισ- (τεζάρω) -τός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεζάρω [tezáro] -ομαι Ρ6 : (οικ.) τεντώνω κτ. πολύ, το κάνω τέζα· τσιτώνω: ~ το σκοινί. Tο πετσί είναι τεζαρισμένο επάνω στο τύμπανο. ΦΡ τα τέζαρε, πέθαινε ξαφνικά· ΣYN ΦΡ τα τίναξε / τα κακάρωσε.
[ιταλ. tesar(e) `τεντώνω (πανιά)΄ -ω]