Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τάση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάση η [tási] Ο31 : I. για φαινόμενο που ακολουθεί μια κατεύθυνση χωρίς να έχει ακόμη ολοκληρώσει την πορεία του. 1α. φυσική συνήθ. προδιάθε ση ενός ατόμου: Έχει ~ για παχυσαρκία. Έχει την ~ να λέει ψέματα. Έχει κακές τάσεις, ροπές. H ~ του ανθρώπου προς το κακό / προς την τελειότητα. || κλίση, έμφυτη ικανότητα: Άτομο με καλλιτεχνικές τάσεις. β. προτίμηση που έχει ομαδικό χαρακτήρα: Επικρατεί / υπάρχει η ~ να εγκατα λείπουν οι κάτοικοι το κέντρο των πόλεων. γ. εξελικτική πορεία οικονομι κών μεγεθών: H δραχμή παρουσιάζει ανοδική / πτωτική ~. Ο τιμάριθμος παρουσιάζει πληθωριστικές τάσεις. 2. (συνήθ. πληθ.) α. ρεύματα, προσα νατολισμοί σε έναν πολιτιστικό, κοινωνικό ή πολιτικό τομέα: Aνανεωτικές τάσεις στο χώρο της ζωγραφικής / της λογοτεχνίας / της αρχιτεκτονικής. Mέσα στο κόμμα υπάρχουν δεξιές / αριστερές τάσεις. β. επιδιώξεις, διαθέσεις: Οι επεκτατικές τάσεις των λαών προκαλούν τους πολέμους. 3. διάθεση για ικανοποίηση μιας σωματικής ανάγκης: ~ για εμετό / για ούρηση. 4. (λόγ.) τέντωμα. || αίσθημα τάσης, που προκαλείται από ανωμαλία σε κάποιο όργανο ή τμήμα του σώματος. II1. (ηλεκτρολ.) η δύναμη που ασκείται στη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος σε ένα κύκλωμα· διαφορά δυναμικού· βολτάζ: Ως μονάδα τάσης χρησιμοποιείται το βολτ. Ρεύμα υψηλής / χαμηλής τάσης. Όταν υπερφορτίζεται το δίκτυο πέφτει η ~. 2. (μηχ.) οι εσωτερικές δυνάμεις που αναπτύσσονται στα διάφορα σώματα, για να εξουδετερώσουν τις παραμορφώσεις που υφίστανται από εξωτερικά αίτια.

[λόγ. < αρχ. τά(σις) `τέντωμα΄ -ση & σημδ. γαλλ. tension]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες