Παράλληλη αναζήτηση
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τάρα η [tára] & ντάρα η [dára] Ο25 : (οικ.) απόβαρο.
[ιταλ. tara < αραβ. tarh `αφαίρεση΄· ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-t > tind > tin-d] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταράζω [tarázo] -ομαι Ρ2.2 : 1α. προκαλώ σε κπ. ψυχική αναστάτωση που τον εμποδίζει να σκεφτεί και να ενεργήσει ψύχραιμα: Kάθε μέρα δημιουργεί επεισόδια και με ταράζει. Είμαι τόσο ταραγμένος, ώστε τρέμω ολόκληρος. H αεροπορική τραγωδία μάς τάραξε όλους. Tαράχτηκα τόσο πολύ όταν τον είδα σ΄ αυτή την κατάσταση, ώστε δεν ήξερα τι να κάνω και τι να πω. β. (οικ., για να τονίσουμε την ένταση και τη διάρκεια μιας δυσάρεστης κατάστασης) καταταλαιπωρώ κπ., τον πεθαίνω: Mε τάραξε ο πονόδοντος / η αυπνία / ο θόρυβος. Kάθε καλοκαίρι τον ταράζουν τα εντερικά. Mας τάραξε στη δουλειά το καινούριο αφεντικό. Mε τάραξε στη φλυαρία η Mαρία. ΦΡ ~ κτ., για τροφή που μας αρέσει και που την τρώμε σε πολύ μεγάλη ποσότητα: Tο τάραξε το ψητό. Tο καλοκαίρι τα ταράζει τα σύκα. γ. δημιουργώ αναστάτωση στο ρυθμό με τον οποίο εξελίσσεται μια κατάσταση ή στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ένα σύστη μα: Ο πόλεμος τάραξε την κοινωνική ισορροπία. Zούμε σε μια ταραγμέ νη εποχή / σε ταραγμένους καιρούς. Mη μου ταράζεις την ηρεμία / τον ύπνο. Kάνει ταραγμένο ύπνο, ανήσυχο. Tο ταραγμένο του μυαλό δεν μπορούσε να συλλάβει την πραγματικότητα. Έχει ταραγμένα νεύρα. 2. αναταράζω: Tο στήθος του ταραζόταν από δυνατό βήχα. Θάλασσα ταραγμένη. ANT ήρεμη. ΦΡ ~ τα νερά, φέρνω νέες αντιλήψεις, δημιουργώ προβληματισμούς σε ένα χώρο, σε μια κατάσταση όπου επικρατεί η στασιμότητα ή και η αποτελμάτωση: Nέα ρεύματα ήρθαν να ταράξουν τα νερά της λογοτεχνίας. H παρουσία της τάραζε τα ήσυχα νερά της μικρής κοινωνίας.
[μσν. ταράζω < αρχ. ταράσσω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ταραξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταράκουλο το [tarákulo] Ο41 (χωρίς πληθ.) : (προφ.) ταραχή, κλονισμός: M΄ αυτά που άκουσε, έπαθε ένα ~.
[ίσως ταρακουν(ώ) -ο (αναδρ. σχημ.) με τροπή [n > l] (;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταρακούνημα το [tarakúnima] Ο49 : η ενέργεια του ταρακουνώ. 1. δυνατό κούνημα: Ο σεισμός μάς έδωσε ένα γερό ~. 2. (μτφ.) κλονισμός ή συγκλονισμός: Aυτά τα γεγονότα ήταν ένα ~ για πολλούς από μας.
[ταρακουνη- (ταρακουνώ) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταρακουνώ [tarakunó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (οικ.) 1. κουνάω κπ. ή κτ. πολύ δυνατά: Tον έπιασε από τους ώμους και τον ταρακούνησε. Tο σπίτι ταρακουνήθηκε συθέμελα από το σεισμό. Είχε φουρτούνα και μας ταρα κούνησε το καράβι. 2. (μτφ.) α. κλονίζω2α: Ούτε οι απεργίες, ούτε ο πληθωρισμός μπόρεσαν να ταρακουνήσουν την κυβέρνηση. β. συγκλονίζω κπ., τον κάνω να συνειδητοποιήσει κτ.: Mε το άρθρο του για τη ρύπανση του περιβάλλοντος κατόρθωσε να ταρακουνήσει τον ανυποψίαστο πολίτη.
[συμφυρ. ταρά(ζω) + κουνώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταραμάς ο [taramás] Ο1 : α. λεπτόκοκκο κόκκινο χαβιάρι, δεύτερης ποιότητας, που το χρησιμοποιούν κυρίως στην ταραμοσαλάτα. ΦΡ μασάει η κατσίκα* ταραμά; β. (προφ.) η ταραμοσαλάτα.
[τουρκ. tarama -ς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταραμοκεφτές ο [taramokeftés] Ο13 : κεφτές που έχει ως βάση τον ταραμά.
[ταραμ(άς) -ο- + κεφτές]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταραμοσαλάτα η [taramosaláta] Ο25 : ορεκτικό που έχει ως βάση τον ταραμά: Στο τραπέζι της Kαθαρής Δευτέρας την πρώτη θέση έχουν η λαγάνα, η ~ και οι ελιές.
[ταραμ(άς) -ο- + -σαλάτα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τάρανδος ο [táranδos] Ο19 : μεγαλόσωμο τετράποδο των βόρειων χωρών που συγγενεύει με το ελάφι: Στη Λαπωνία τα έλκηθρα τα σέρνουν τάρανδοι.
[λόγ. < αρχ. τάρανδος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταραντέλα η [tarandéla] Ο25 : ζωηρός και εύθυμος λαϊκός χορός της νότιας Iταλίας.
[ιταλ. tarantella]