Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τάπητας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάπητας ο [tápitas] Ο5 : 1. (λόγ.) χαλί: Περσικοί / χειροποίητοι / πολυτελείς τάπητες. ΦΡ θέτω επί τάπητος (ένα θέμα), το προτείνω για οριστική συζήτηση. 2. για κτ. που καλύπτει μια επιφάνεια από τη μία άκρη ως την άλλη: Aσφαλτικός ~ / ~ της ασφάλτου, η στρώση της ασφάλτου στο κατάστρωμα του δρόμου. ~ του γηπέδου, το γρασίδι που καλύπτει τον αγωνιστικό χώρο. || Kυλιόμενος* ~.

[λόγ. < αρχ. τάπης, αιτ. -ητα `χαλί΄ & σημδ. γαλλ. tapis (τάπης: δες στα ταπετσάρω, ταπί)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες