Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τάπητας ο [tápitas] Ο5 : 1. (λόγ.) χαλί: Περσικοί / χειροποίητοι / πολυτελείς τάπητες. ΦΡ θέτω επί τάπητος (ένα θέμα), το προτείνω για οριστική συζήτηση. 2. για κτ. που καλύπτει μια επιφάνεια από τη μία άκρη ως την άλλη: Aσφαλτικός ~ / ~ της ασφάλτου, η στρώση της ασφάλτου στο κατάστρωμα του δρόμου. ~ του γηπέδου, το γρασίδι που καλύπτει τον αγωνιστικό χώρο. || Kυλιόμενος* ~.
[λόγ. < αρχ. τάπης, αιτ. -ητα `χαλί΄ & σημδ. γαλλ. tapis ('85 αρχ. τάπης: δες στα ταπετσάρω, ταπί)]