Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τάπερ το [táper] Ο (άκλ.) : είδος πλαστικού δοχείου σε διάφορα σχέδια και μεγέθη, που κλείνει αεροστεγώς και διατηρεί τα τρόφιμα φρέσκα για αρκετό διάστημα. || (επέκτ.) δοχείο από άλλο υλικό που κλείνει αεροστεγώς.
ταπεράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αγγλ. Tupper(ware) σήμα κατατ. < όν. Aμερικανού επιχειρηματία Tupper]