Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τάπα η [tápa] Ο25 : α. βούλωμα από φελλό, ξύλο ή σίδερο: ~ της μπουκάλας / του βαρελιού. Bίδωσε την ~ στην άκρη του σωλήνα, για να σταματήσει το νερό που έτρεχε. ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), μεθώ πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ γίνομαι / είμαι στουπί / σκνίπα / τάβλα. β. (αθλ., προφ.) κόψιμο3.
[ιταλ. tapp(o) -α ή μέσω του τουρκ. tapa]