Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τάπα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάπα η [tápa] Ο25 : α. βούλωμα από φελλό, ξύλο ή σίδερο: ~ της μπουκάλας / του βαρελιού. Bίδωσε την ~ στην άκρη του σωλήνα, για να σταματήσει το νερό που έτρεχε. ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), μεθώ πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ γίνομαι / είμαι στουπί / σκνίπα / τάβλα. β. (αθλ., προφ.) κόψιμο3.

[ιταλ. tapp(o) ή μέσω του τουρκ. tapa]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες