Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τάξιμο το [táksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τάζω· υπόσχε ση, τάμα1: Πόσα ταξίματα δεν είχε κάνει για να σωθεί το παιδί του!
[μσν. τάξιμον < ταξ- (τάζω) -ιμον]