Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τάμα το [táma] Ο48 : 1. υπόσχεση που δίνει κάποιος στο Θεό ή στους αγίους, ότι θα αφιερώσει ή θα κάνει κτ. με αντάλλαγμα μια χάρη, μια ευεργε σία· τάξιμο: Έκανε / το έχει ~ να νηστεύει τις Παρασκευές. Xρόνια κάνει προσευχές και τάματα για να βρει την υγεία της. || (ειρ., για επιμονή σε κακές συνήθειες): ~ το έχει να φτάνει πάντα καθυστερημένος στα ραντεβού του. 2. μικρό αντικείμενο, συνήθ. πολύτιμο, που το αφιερώνουν στο Θεό ή στους αγίους σε ένδειξη ευχαριστίας· ανάθημα: H εικόνα της Mεγαλόχαρης στην Tήνο είναι γεμάτη τάματα. Πολλά μικρά, χρυσά και ασημένια ομοιώματα από πόδια, χέρια κτλ. κρέμονται για τάματα στην εικόνα του Aγίου.
[μσν. τάμμα < ελνστ. τάγμα `πληρωμή υπόσχεσης΄ (αρχ. σημ.: `διαταγή΄) με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταμάμ [tamám] επίρρ. : (οικ.) ακριβώς. α. στα μέτρα κάποιου: ~ του ήρθε το πανωφόρι που του χάρισες. β. στην κατάλληλη ώρα, πάνω στην ώρα: ~ έφτασε το γράμμα του.
[τουρκ. tamam (από τα αραβ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταμάχι το [tamáxi] Ο44 : (λαϊκότρ.) πλεονεξία, λαιμαργία: Εσένα παιδάκι μου θα σε φάει το ~.
[τουρκ. tamah (από τα αραβ.) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταμαχιάρης -α -ικο [tamaxáris] Ε9 : (λαϊκότρ.) πλεονέκτης, λαίμαργος, αχόρταγος. || (ως ουσ.).
[ταμάχ(ι) -ιάρης (πρβ. τουρκ. tamahkâr)]