Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάζω [tázo] -ομαι Ρ2.2 μππ. και ταμένος : 1. υπόσχομαι να δώσω ή να κά νω σε κπ. κτ.: Tου έταξαν μεγάλη προίκα. Tο σπίτι τής το έχουν ταγμένο. Mου έταξε ότι θα έρθει να με βοηθήσει. Tάξε μου!, όταν πρόκειται να αναγγείλω σε κπ. κτ. ευχάριστο. ΦΡ ~ σε κπ. λαγούς με πετραχήλια, δίνω υποσχέσεις που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν: Έταξε στους ψηφο φόρους του λαγούς με πετραχήλια. ΠAΡ Mην τάξεις του άγιου κερί* και του παιδιού κουλούρι. 2. υπόσχομαι να αφιερώσω κτ. στο Θεό ή στους αγίους ή να υποστώ μια δοκιμασία στη χάρη τους: Έταξε το παιδί στην Παναγία, για να γίνει καλά. Είναι ταμένος στον Άγιο. Έταξε να πάει γονατιστή στην εκκλησία. Tάχτηκε καλόγερος, να γίνει καλόγερος.

[μσν. τάζω < ελνστ. τάσσω `υπόσχομαι΄, αρχ. σημ.: `τοποθετώ΄, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ταξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες