Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τάβλα η [távla] Ο25 : 1α. μακρόστενο κομμάτι ξύλου που έχει πάχος μερικών εκατοστών, χοντρή σανίδα: Kάρφωσε τάβλες για να κλείσει τα χαλασμένα παράθυρα. ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), μεθώ πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ γίνομαι / είμαι σκνίπα / τάπα / στουπί (στο μεθύσι). β. (ως επίρρ.): Έπεσε κάτω ~, ξαπλώθηκε φαρδύς, πλατύς. 2. (παρωχ.) τραπέζι φαγητού: Tραγούδια της τάβλας, δημοτικά τραγούδια που τα τραγουδούσαν την ώρα του φαγητού.
[ελνστ. τάβλα (μαρτυρείται στη σημ.: `τραπέζι για ζάρια΄, η σημερ. σημ. μσν.) < υστλατ. *tabla (πρβ. γαλλ. table `τραπέζι΄) < λατ. tabula (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταβλαδόρος ο [tavlaδóros] Ο18 : αυτός που παίζει τάβλι, ιδίως ο πολύ ικανός ή ο επαγγελματίας παίχτης.
[τάβλ(ι) -αδόρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταβλάς ο [tavlás] Ο1 : μεγάλος δίσκος, συνήθ. ξύλινος, όπου απλώνουν οι πλανόδιοι μικροπωλητές το εμπόρευμά τους: Ο ~ του κουλουρτζή.
[τάβλ(α) μεγεθ. -άς]