Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τάβανος ο [távanos] Ο20 : (λόγ.) νταβάνι 1.
[μσν. τάβανος < ταβάν(ι) μεγεθ. -ος (δες στο νταβάνι 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταβανόσκουπα η [tavanóskupa] & νταβανόσκουπα η [davanóskupa] Ο27α : 1. σκούπα με πολύ μακρύ συνήθ. ξύλινο κοντάρι, που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του ταβανιού και του επάνω μέρους των τοίχων. 2. (μτφ.) άνθρωπος, συνήθ. γυναίκα πολύ ψηλή και αδύνατη· τηλεγραφόξυλο.
[ταβάν(ι), νταβάν(ι) 2 -ο- + σκούπα]