Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σώσμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σώσμα το [sózma] Ο48 : η τελευταία ποσότητα του κρασιού που παίρνουμε από το βαρέλι.

[σωσ- (σώνω) -μα (διαφ. το μσν. σώσμα `σώσιμο 1΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες