Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σώος -α -ο [sóos] Ε4 : α.για πρόσωπο που πέρασε κπ. κίνδυνο, κάποια δοκιμασία χωρίς να πάθει κτ. κακό: Οι ναυαγοί βρέθηκαν σώοι. β. για κτ. που έχει μείνει ανέπαφο, ακέραιο: Ελάχιστα μεσαιωνικά κτίσματα διατηρούνται σώα. || επιτατικά στην έκφραση ~ και αβλαβής*. (λόγ. έκφρ.) (δεν) έχω σώας τας φρένας*.
[λόγ. < αρχ. σῷος]