Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύρω [síro] -ομαι Ρ αόρ. έσυρα, απαρέμφ. σύρει, παθ. αόρ. σύρθηκα, απαρέμφ. συρθεί, μπε. συρόμενος* : (λόγ.) 1α. σέρνω (στις σημ. I1, 2). || ~ μια γραμμή, τραβώ. β. για συρόμενη κατασκευή που μετακινείται επάνω σε ράγες, ρουλεμάν κτλ. || «Σύρατε», επιγραφή σε εισόδους που ειδοποιεί για το πώς ανοίγει η πόρτα. 2. (μτφ., συνήθ. παθ.) φέρνω κπ. στη δύσκολη θέση να κάνει κτ. παρά τη θέλησή του: H κυβέρνηση σύρεται σε εκλογές.
[λόγ. < αρχ. σύρω]