Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύρτης ο [sírtis] Ο10 : 1.μηχανισμός που κλείνει και ασφαλίζει εσωτερικά μια πόρτα ή κάποια άλλη σχετική κατασκευή και που αποτελείται από ένα μεταλλικό έλασμα που κινείται παλινδρομικά μέσα σε ανάλογη υποδοχή τοποθετημένη στο κούφωμα ή στο άλλο φύλλο της πόρτας· (πρβ. μάνταλο): Bάζω / βγάζω / τραβάω το σύρτη. Ο ~ μπαίνει στην πόρτα. 2. (τεχν.) ονομασία εξαρτήματος μηχανής, τορπίλης κτλ., που μοιάζει με σύρτη.
[ελνστ. σύρτης `σκοινί για τράβηγμα΄]