Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύρτη η [sírti] Ο30 : αμμόλοφος στο θαλάσσιο βυθό, που αλλάζει θέση και σχήμα ανάλογα με τη διεύθυνση και την ένταση των θαλάσσιων ρευμάτων.
[λόγ. < αρχ. Σύρτ(ις) -η `αμμόλοφος (στη Λιβύη)΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συρτή η [sirtí] Ο29 : πετονιά με ένα ή περισσότερα αγκίστρια για ψάρεμα από βάρκα που κινείται.
[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. συρτός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύρτης ο [sírtis] Ο10 : 1.μηχανισμός που κλείνει και ασφαλίζει εσωτερικά μια πόρτα ή κάποια άλλη σχετική κατασκευή και που αποτελείται από ένα μεταλλικό έλασμα που κινείται παλινδρομικά μέσα σε ανάλογη υποδοχή τοποθετημένη στο κούφωμα ή στο άλλο φύλλο της πόρτας· (πρβ. μάνταλο): Bάζω / βγάζω / τραβάω το σύρτη. Ο ~ μπαίνει στην πόρτα. 2. (τεχν.) ονομασία εξαρτήματος μηχανής, τορπίλης κτλ., που μοιάζει με σύρτη.
[ελνστ. σύρτης `σκοινί για τράβηγμα΄]