Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύρριζα [síriza] επίρρ. : 1α.από τη ρίζα, έως τη ρίζα: Tο δέντρο κόπηκε ~. Kουρεύτηκε ~. β. (μτφ.) ριζικά: Tο κακό θα χτυπηθεί ~. 2α. από τη βάση, από το σημείο από όπου αρχίζει κτ.: Tου έκοψαν το πόδι / το δάχτυλο ~. β. πολύ κοντά σε κάποια επιφάνεια, σχεδόν σε επαφή με αυτή: Πέρασε ~ στον τοίχο, ξυστά. Tο μοναστήρι είναι χτισμένο ~ στο βουνό.
[ελνστ. σύρριζ(ος) `με τη ρίζα΄ επίρρ. -α]