Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύρραξη η [síraksi] Ο33 : σύγκρουση μεταξύ αντιμαχόμενων ομάδων, κυρίως μεταξύ κρατών: Ένοπλη ~. Aπειλήθηκε διεθνής ~. Mε την επέμβαση του ΟHΕ αποφεύχθηκαν πολλές τοπικές συρράξεις.
[λόγ. < αρχ. σύρραξις `χτύπημα του ενός πάνω στον άλλον΄ (-σις > -ση)]