Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύντριμμα το [síndrima] Ο49 : 1.(συνήθ. πληθ.) συντρίμμι1. 2. πέτρες σπασμένες σε μικρά κομμάτια για την κατασκευή τσιμέντου· γαρμπίλι.
[λόγ. < αρχ. σύντριμμα `κάταγμα΄, ελνστ. σημ.: `ερείπιο΄]