Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύνολο το [sínolo] Ο40 : το αποτέλεσμα της συνένωσης στοιχείων ή τμημάτων που μπορούν να αποτελέσουν μία ενότητα. I1. (για προσ.) α. όλα τα άτομα που αποτελούν μία μονάδα, χωρίς να εξαιρείται κανένας: Tο ~ των μαθητών του σχολείου / των κατοίκων της πόλης / του πληθυσμού της Ελλάδας. || το (κοινωνικό) ~, τα μέλη μιας κοινωνίας ως ολότητας: Εργάστηκε για το καλό του συνόλου. β. θέατρο συνόλου, θίασος που δε στηρίζεται σε πρωταγωνιστές αλλά σε όλους τους ηθοποιούς, με μεγάλους ή με μικρούς ρόλους. 2. ο ολικός αριθμός ή η ολική ποσότητα πραγμάτων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία: Θα αντικατασταθεί ένα μέρος και όχι το ~ των αστικών λεωφορείων. Tο ~ της περιουσίας του αποτελείται από πολλά ακίνητα. || Tο ~ των δαπανών ανέρχεται σε πολλές χιλιάδες, οι συνολικές δαπάνες. || όλα τα στοιχεία που συγκροτούν κτ.: Tο ~ των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Έχει εκδοθεί το ~ των ποιημάτων του. α. (μαθημ.) ενότητα στοιχείων σε αριθμό άπειρο ή πεπερασμένο, τα οποία έχουν ορισμένες κοινές ιδιότητες: Tα μοντέρνα μαθηματικά στηρίζονται στη θεωρία των συνόλων. Aνοιχτό / κλειστό / κενό ~. ~ που αποτελεί τμήμα άλλου συνόλου, υποσύνολο. β. (γραμμ.) σύνολα λέξεων / λεκτικά σύνολα, λέξεις μιας πρότασης που δένονται νοηματικά μεταξύ τους στενότερα από ό,τι με άλλες λέξεις, κάποτε μάλιστα τόσο στενά, ώστε το νόημά τους να μπορεί να αποδοθεί και με μία μόνο λέξη ισοδύναμη ή σχεδόν ισοδύναμη, π.χ. μικρά πράγματα - μικροπράγματα: Ονοματικό / ρηματικό / επιρρηματικό ~. 3. (ως επίρρ.) με πρόσθεση ή με υπολογισμό όλων των στοιχείων· συνολικά. α. (το) ~ πόσα είναι; ~ δέκα χιλιάδες δραχμές / τριάντα μαθητές. β. στο ~: Οι μαθητές της τάξης μου είναι στο σύνολό τους πολύ επιμελείς. γ. (λόγ. έκφρ.) εν συνόλω: Xρωστάει εν συνόλω ένα εκατομμύριο. II. γυναικείο κοστούμι που αποτελείται από δύο ή τρία κομμάτια, δηλαδή φούστα, ζακέτα ή μπλούζα, που ταιριάζουν μεταξύ τους: Πρωινό / απογευματινό ~.
συνολάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II. [λόγ. < αρχ. σύνολον `ολόκληρο, πλήρες΄ σημδ.: 1: γαλλ. ensemble, totalité· 2α: γαλλ. total· 2β: γαλλ. totalité & ensemble & groupe· 3: γαλλ. en total, en totalité· ΙΙ: γαλλ. ensemble]