Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύνθλιψη η [sínθlipsi] Ο33 : η ενέργεια του συνθλίβω. 1. πολτοποίηση ή διάλυση με την άσκηση πίεσης: H ~ των ελαιοπυρήνων. 2. (μτφ.) ψυχική εξουθένωση: H ~ του ατόμου κάτω από το βάρος των καθημερινών προβλημάτων.
[λόγ. < αρχ. σύνθλιψις (-σις > -ση)]