Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύνεργο το [sínerγo] Ο41 (κυρ. πληθ.) : το σύνολο των εργαλείων που χρησιμοποιεί ένας τεχνίτης: Tα σύνεργα της ψαρικής / του τσαγκάρη / του υδραυλικού. || Tα σύνεργα του πολέμου, τα τεχνικά πολεμικά μέσα. || (επέκτ.) τα μέσα που χρησιμοποιεί κάποιος για την εκτέλεση ενός έργου: Tα βιβλία και τα τετράδια είναι τα σύνεργα του μαθητή.
[ελνστ. σύνεργον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]