Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύμπτωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύμπτωση η [símptosi] Ο33 : 1.τυχαία κυρίως εμφάνιση δύο ή περισσότερων γεγονότων ή φαινομένων στον ίδιο χρόνο ή και στον ίδιο χώρο: H αναχώρησή μας την ίδια μέρα δεν ήταν προγραμματισμένη, οφείλεται σε απλή ~. Ήταν ~ το ότι βρήκα αμέσως δουλειά. Tι ~ να έρθεις σήμερα που σε χρειάζομαι! H αποτυχία του ήταν αποτέλεσμα μοιραίων συμπτώσεων. Περίεργη / ευτυχής / διαβολική* ~. (έκφρ.) κατά ~, από σύμπτωση, συμπτωματικά. 2. ταύτιση, ομοιότητα: ~ απόψεων / αντιλήψεων / γνωμών.

[λόγ. < αρχ. σύμπτω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες