Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύμπτυξη η [símptiksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συμπτύσσω. 1α. πύκνωση για εξοικονόμηση χώρου. || (στρατ.): ~ του στρατιωτικού σώματος. ANT ανάπτυξη. β. (γυμν.): ~ (των χεριών), κάμψη των χεριών στα πλάγια του σώματος και τοποθέτηση των δακτύλων επάνω στους ώμους: Ο γυμναστής έδωσε τα παραγγέλματα: Aνάταση! Έκταση! ~! γ. ενοποίηση τμημάτων: Θα γίνει ~ των δύο τμημάτων της πρώτης τάξης σε ένα. 2. συντόμευση, περιορισμός της χρονικής ή τοπικής έκτασης: ~ του χρόνου. ANT παράταση. ~ του κειμένου. ANT επέκταση.
[λόγ. < ελνστ. σύμπτυξις `δίπλωμα, κλείσιμο΄ (-σις > -ση)]