Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύμπαν το [símban] Ο γεν. σύμπαντος, πληθ. σύμπαντα, γεν. συμπάντων : 1.το σύνολο των υλικών σωμάτων του διαστήματος: Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για τη δημιουργία του σύμπαντος. H αρμονία του σύμπαντος. Θεωρεί τον εαυτό του κέντρο του σύμπαντος, για άτομο πολύ εγωκεντρικό. 2. ο ορατός κόσμος και με επέκταση, ολόκληρη η ανθρωπότητα, κυρίως ως σχήμα λόγου: Aναστατώθηκε το ~ από τις φωνές του. || (πληθ., λογοτ.) ολόκληρη η φύση: Tα σύμπαντα γιορτάζουν τον ερχομό της άνοιξης.
[λόγ. < αρχ. σύμπαν]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπαντικός -ή -ό [simbandikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σύμπαν.
[λόγ. συμπαντ- (σύμπαν) -ικός]