Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύμμαχος ο [símaxos] Ο19 θηλ. σύμμαχος [símaxos] Ο36 : 1.(για πρόσ. ή για κράτος) αυτός που έχει συνάψει συμμαχία με κπ., αυτός που ανήκει σε μια συμμαχία: H Ελλάδα ήταν ~ των Άγγλων και των Γάλλων στον α' παγκόσμιο πόλεμο. Οι σύμμαχοι της Γερμανίας στο β' παγκόσμιο πόλεμο. Οι σύμμαχοι του Bορειοατλαντικού Συμφώνου. 2α. αυτός που βοηθάει κπ. σε μια προσπάθειά του ή που τον υποστηρίζει σε μια δύσκολη περίσταση: Ο δάσκαλος είχε συμμάχους στο δύσκολο έργο του όλους τους κατοίκους του χωριού. || Σε όλα τα τρελά παιχνίδια του είχε σύμμαχο την αδελφή του. β. για κτ. που ασκεί ευεργετική επίδραση σε κάποια ανθρώ πινη δραστηριότητα: Στο δύσκολο ταξίδι του είχε σύμμαχο τον ούριο άνεμο.
[λόγ. < αρχ. σύμμαχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύμμαχος -η -ο [símaxos] Ε5 : που είναι σύμμαχος1: ~ λαός. Σύμμαχη χώρα. Σύμμαχα κράτη.
[λόγ. < ουσ. σύμμαχος]