Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύλληψη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύλληψη η [sílipsi] Ο33 : I1.η ενέργεια του συλλαμβάνωI1. α. κράτηση και περιορισμός ενός ατόμου σε χώρο που ελέγχεται: H ~ του δράστη έγινε την ώρα που προσπαθούσε να διαφύγει στο εξωτερικό. Ο κλέφτης διέφυγε την επ΄ αυτοφώρω ~. Εναντίον των καταχραστών εκδόθηκε ένταλ μα συλλήψεως. H αστυνομία έκανε δεκάδες συλλήψεις αντιφρονούντων. || ~ φοροδιαφυγής, εντοπισμός των περιπτώσεων φοροδιαφυγής. β. αιχμαλώτιση ζώου. 2. (μτφ.) νοητική παράσταση υλικού αντικειμένου ή έννοιας: Aρχιτέκτονας με ιδέες πολύ πρωτότυπες στη σύλληψή τους. Στον αρχηγό της ομάδας οφείλεται η ~ του σχεδίου απόδρασης, επινόηση. II. ο σχηματισμός του αρχικού κυττάρου του εμβρύου με τη συνένωση του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου: Mέθοδοι που εμποδίζουν τη ~, αντισυλληπτικές. || (θεολ.): H άσπιλη ~ της Θεοτόκου.

[λόγ.: I1, II: αρχ. σύλληψις (-σις > -ση)· Ι2: σημδ. γαλλ. conception]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες