Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύζυγος ο [síziγos] Ο19 θηλ. σύζυγος [síziγos] Ο36 : άντρας παντρεμένος με μια γυναίκα και στη σχέση του με αυτή ή γυναίκα παντρεμένη με έναν άντρα και στη σχέση της με αυτόν· άντρας1β, γυναίκα1β: Ο / η σύζυγός μου. Είναι ~ του / της τάδε. || (θέατρ.) ειδικός ρόλος άντρα ή γυναίκας σε ώριμη ηλικία: Διακρίθηκε σε ρόλους συζύγων. || (πληθ.) αντρόγυνο, συζυγικό ζευγάρι.
[λόγ. < αρχ. σύζυγος `ενωμένος με γάμο, η σύζυγος΄ (αρσ.: `σύντροφος΄)]