Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύζευξη η [sízefksi] Ο33 : 1.σύνδεση, συνένωση: Δεν είναι πάντα δυνατή η αρμονική ~ των πραγματικών στόχων του ανθρώπου με τα όνειρά του. Tο ίσως είναι ~ του ναι και του όχι. ANT διάζευξη. 2. (επιστ.) α. (βιολ.) τρόπος γονιμοποίησης στα πρωτόζωα. β. (ηλεκτρολ.) σύνδεση δύο ηλεκτρικών συστημάτων. γ. (μουσ.) σημείο (μία καμπύλη) που ενώνει δύο φθογγόσημα της ίδιας οξύτητας και δηλώνει πως η μετάβαση από το ένα στο άλλο πρέπει να γίνει χωρίς διακοπή.
[λόγ.: 1: αρχ. σύζευξις (-σις > -ση) `συνένωση΄· 2α: σημδ. γαλλ. copulation· 2β: σημδ. γαλλ. jonction· 2γ: σημδ. γαλλ. liaison]