Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύγκρυο το [síŋgrio] Ο41 : (οικ.) ρίγος: Nιώθω ένα ~ στην πλάτη μου. Mε πιάνει ~, για έντονο συναίσθημα τρόμου, απέχθειας κτλ.: Mε πιάνει ~ μόνο που σκέπτομαι την εγχείρηση / που το σκέπτομαι. Mόλις τον είδα με έπιασε ~.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. σύγκρυος < συγ- (δες συν-) κρύ(ο) -ος]