Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύγκρουση η [síŋgrusi] Ο33 : η ενέργεια του συγκρούομαι. 1. απότομο και δυνατό χτύπημα ενός σώματος που κινείται, επάνω σε ένα άλλο κινούμενο σώμα (συνήθ. για μεταφορικά μέσα): Σε σφοδρή / μετωπική / πλάγια / πλαγιομετωπική ~ δύο αυτοκινήτων σκοτώθηκαν τρία άτομα. ~ φορτηγού με IX. αυτοκίνητο. ~ δύο αεροπλάνων στον αέρα. 2. συμπλοκή αντίπαλων ομάδων ή εχθρικών στρατιωτικών δυνάμεων: Bίαιες συγκρού σεις απεργών και αστυνομίας / με την αστυνομία. Οι πολεμικές συγκρού σεις συνεχίζονται. 3. (μτφ.) α. έντονη αντίθεση ανάμεσα σε άτομα ή σε ομάδες: Ήρθε σε ~ με τον προϊστάμενό του για υπηρεσιακά θέματα. Οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε τον έφεραν σε ~ με τους συνεταίρους του. Οικογενειακές συγκρούσεις. Kοινωνικές συγκρούσεις, ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις με διαφορετικά συμφέροντα. β. η κατάσταση που δημιουργείται από την ύπαρξη αντίθετων και ασυμβίβαστων επιθυμιών, στόχων κτλ.: H ψυχή ταράζεται από εσωτερικές συγκρούσεις. ~ καθηκόντων, όταν η εκτέλεση ενός καθήκοντος έχει ως αποτέλεσμα την παράβαση άλλου. || ~ συμφερόντων, ατόμων ή ομάδων.
[λόγ. < ελνστ. σύγκρου(σις) -ση]