Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σόμπα η [sómba] Ο25 : συσκευή που λειτουργεί με στερεά ή υγρά καύσιμα ή με ηλεκτρισμό και που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση εσωτερικών χώρων· θερμάστρα: ~ για ξύλα. Hλεκτρική ~. ~ πετρελαίου. Tα μπουριά της σόμπας.
σομπίτσα η YΠΟKΟΡ. [τουρκ. soba· σόμπ(α) -ίτσα]