Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σόλα η [sóla] Ο25 : το κάτω τμήμα του παπουτσιού που έρχεται σε επαφή με το έδαφος: Δερμάτινη ~. ~ από καουτσούκ. ~ (από) κρεπ. || (μτφ.): ~ έγινε το κρέας, πολύ σκληρό.
[ιταλ. suola με αποβ. του ημιφ. ή ιταλ. (διαλεκτ.) sola]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σολάρισμα το [solárizma] Ο49 : η ενέργεια του σολάρω.
[σολάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σολάρω [soláro] Ρ6α : για μουσικό ο οποίος εκτελεί ένα μουσικό κομμάτι ή ένα μέρος του μόνος, χωρίς να συνοδεύεται από άλλο όργανο· για μουσικό που παίζει σόλο. || H κορνέτα σολάρει.
[σόλ(ο) -άρω]