Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σόκιν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σόκιν [sókin] Ε (άκλ.) : για κτ. που ως θέαμα ή ακρόαμα είναι τολμηρό, άσεμνο ή χυδαίο. || ~ ανέκδοτο, ανέκδοτο με τολμηρά ή χυδαία υπονοούμενα. || (ως ουσ.) το σόκιν.

[λόγ. < αγγλ. shocking]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες