Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωφρονιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωφρονιστής ο [sofronistís] Ο7 : αυτός που τιμωρεί κπ. για να τον σωφρονίσει.

[λόγ. < αρχ. σωφρονιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες