Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωφρονιστήρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωφρονιστήρας ο [sofronistíras] Ο2 : (ανατ.) καθένας από τους τέσσερις τελευταίους γομφίους που εμφανίζονται μετά την εφηβική ηλικία· φρονιμίτης.

[λόγ. < ελνστ. σωφρονιστήρ, αιτ. -ῆρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες