Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σωφρονιστήρας ο [sofronistíras] Ο2 : (ανατ.) καθένας από τους τέσσερις τελευταίους γομφίους που εμφανίζονται μετά την εφηβική ηλικία· φρονιμίτης.
[λόγ. < ελνστ. σωφρονιστήρ, αιτ. -ῆρα]