Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σωφρονισμός ο [sofronizmós] Ο17 : βελτίωση της διαγωγής ενός ατόμου που έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα, με επιβολή κάποιας ποινής και συνήθ. με στέρηση της ελευθερίας του: Σκοπός της φυλάκισης είναι ο ~ του εγκληματία.
[λόγ. < ελνστ. σωφρονισμός]