Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωτηρία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωτηρία η [sotiría] Ο25 : 1α.απαλλαγή από κπ. πολύ μεγάλο κίνδυνο· διάσωση: Ο γιατρός αγωνίζεται για τη ~ του αρρώστου. Yπάρχει ακόμη κάποια ελπίδα σωτηρίας για τα δάση μας. Σταυροφορία για τη ~ του Παρθενώνα. ΦΡ σανίδα* σωτηρίας. || Στρατός Σωτηρίας, διεθνής χριστιανική φιλανθρωπική οργάνωση. β. (οικ.) απαλλαγή από κάποια δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση: Δεν υπάρχει άλλη ~ από τη σκόνη, παρά μόνο να κλείσεις τα παράθυρα. Bρήκα τη ~ μου μ΄ αυτό το φάρμακο. Οι ηλεκτρικές συσκευές είναι ~ για τη νοικοκυρά, μεγάλη διευκόλυνση. 2. (θεολ.) λύτρωση από την αμαρτία: H ~ του ανθρώπινου γένους από το προπατορικό αμάρτημα.

[λόγ. < αρχ. σωτηρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες