Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σωτήριος -α -ο [sotírios] Ε6 : (με πργ. ή με αφηρ. ουσ.) που σώζει κπ. ή κτ. από μεγάλο κίνδυνο ή που απαλλάσσει από δύσκολες καταστάσεις: Σωτήρια βοήθεια / επέμβαση / εφεύρεση. Σωτήριο φάρμακο / μηχάνημα. (εκκλ. έκφρ.) το σωτήριο(ν) έτος: α. που αριθμείται από τη γέννηση του Xριστού: Kατά το σωτήριο έτος 1900. β. (ειρ.) όταν αναφέρεται κάποιος σε σύγχρονες καταστάσεις ή σε γεγονότα που όμως θυμίζουν παλαιότερες εποχές: Οι κάτοικοι του χωριού κατά το σωτήριο έτος 1998 υδρεύονται από την κοινοτική βρύση.
[λόγ. < αρχ. σωτήριος (σ. έτος: μτφρδ. γαλλ. l΄année de notre Seigneur)]