Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σωτήρας ο [sotíras] Ο2 λόγ. γεν. και Σωτήρος στη σημ. 2 : 1.αυτός που σώζει κπ. ή κτ. από θανάσιμο συνήθ. κίνδυνο ή από καταστροφή: Οι ναυαγοί χρωστούν ευγνωμοσύνη στους σωτήρες τους. Ο Φλέμιγκ υπήρξε ~ της ανθρωπότητας. ~ της πόλης / της πατρίδας. (ειρ.) Οι σωτήρες του Έθνους, πολιτικοί ή στρατιωτικοί που ανέλαβαν την εξουσία με το πρόσχημα της σωτηρίας της πατρίδας. Aυτόκλητος ~, για κπ. που θέλει να αναλάβει τη λύση κάποιου ζωτικού προβλήματος χωρίς να του το έχει ζητήσει ο άμεσα ενδιαφερόμενος. || για κπ. που προσφέρει πολύ σημαντική βοήθεια σε κάποια δύσκολη περίσταση. 2α. (θεολ.) Σωτήρας, προσωνυμία του Iησού Xριστού: Ο Σωτήρας του κόσμου / των ψυχών μας. Σήμερα είναι του Σωτήρος, γιορτάζεται η Mεταμόρφωση του Σωτήρος. β. το τάγμα* του Σωτήρος.
[λόγ.: 1: αρχ. σωτήρ, αιτ. -ῆρα· 2α: ελνστ. σημ.· 2β: σημδ. γαλλ. l΄ordre du Sauveur]